H περίφημη εγκύκλιος για τα μπλοκάκια






Ι. Το Εργασιακό Πρόβλημα
Όπως είναι ήδη γνωστό, στις επαγγελματικές σχέσεις, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό καθεστώς εξηρτημένης εργασίας ή για τους δικηγόρους υπό καθεστώς έμμισθης εντολής, πλην όμως αμείβονται με τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, φερόμενοι ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός μεν μετακυλίεται το βάρος της κοινωνικής ασφάλισης στον εργαζόμενο, ο οποίος οφείλει να καταβάλει εξ ιδίων τις ασφαλιστικές του εισφορές, αφετέρου δε ο εργοδότης αποφεύγει την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, κυρίως σε ζητήματα όπως η αποζημίωση απόλυσης, ή παροχή δώρων και λοιπών επιδομάτων αλλά και άλλων ευνοϊκών για τους εργαζόμενους ρυθμίσεων. Αυτονόητο είναι πως όλες οι συμβατικές σχέσεις δεν είναι εξηρτημένης εργασίας ή έμμισθης εντολής, αλλά μπορεί πράγματι να αποβλέπουν στην εκτέλεση ενός συγκεκριμένου έργου ή εκ της φύσεως έχουν χαρακτήρα ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Τέτοιες περιπτώσεις απαντώνται πολύ συχνά στους κλάδους των Επιστημόνων ασφαλισμένων του τ.ΕΤΑΑ, μηχανικών κατά κύριο λόγο, αλλά και δικηγόρων και υγειονομικών. Κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται αυτοτελώς υπό το πνεύμα του Νόμου αλλά και των δεδομένων που εξαντλητικά έχει καθιερώσει η πλούσια Νομολογία αμφοτέρων των ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Θα πρέπει να σημειωθεί πως σύμφωνα με είδηση που διαβάσαμε πρόσφατα (Έλενα Λάσκαρη Τα Νέα 16.1.2017) “έκλεισαν 105.000 μπλοκάκια” τη διετία 2015-2016 λόγω φόρων και εισφορών.

ΙΙ. Η Νομοθετική Αντιμετώπιση του ζητήματος
Ο Νομοθέτης κατά καιρούς επεχείρησε να επιλύσει, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, το ως άνω πρόβλημα, με διάφορες αποσπασματικές ρυθμίσεις, μερικές από τις οποίες αναφέρονται κατωτέρω.

Πρόσφατη σημαντική ρύθμιση αποτελεί αυτή του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν.4172/2013) στην οποία ορίζεται ότι:
“ 1. Το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο 
υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
 2. Για τους σκοπούς του Κ.Φ.Ε., εργασιακή σχέση υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες:
 α) στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο,
 β) βάσει σύμβασης, προφορικής ή έγγραφης, με την οποία το φυσικό πρόσωπο αποκτά σχέση εξαρτημένης εργασίας με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ορίζει και να ελέγχει τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των υπηρεσιών,
 γ) οι οποίες ρυθμίζονται από τη νομοθεσία περί μισθολογίου και ειδικών μισθολογίων των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου,
 δ) ως διευθυντής ή μέλος του ΔΣ εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας,
 ε) ως δικηγόρος έναντι πάγιας αντιμισθίας για την παροχή νομικών υπηρεσιών,
 στ) βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες  «και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα, ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση που είναι διαφορετική από την κατοικία του». 
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία, σύμφωνα με μία από τις περιπτώσεις α` έως ε` του παρόντος άρθρου...”

Η διάταξη αυτή εισήγαγε κάποια κριτήρια, όχι όμως επιτυχή και όχι σύμφωνα με αυτά που έχει διαμορφώσει ιστορικά η Θεωρία της Νομικής Επιστήμης και η Νομολογία.
Μεταγενέστερα το ίδιο επιχειρήθηκε, όλως αορίστως όπως θα αναπτυχθεί κατωτέρω, με το Ν.4387/2016, επ 'ευκαιρία της ασφαλιστικής κάλυψης της ανωτέρω κατηγορίας εργαζομένων.
Ειδικότερα, η διάταξη της παρ.9 του άρθρου 39 του Ν.4387/2016 ορίζει: “9. Στους ασφαλισμένους της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά) εφαρμόζονται αναλογικά ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38 του παρόντος.”

Το άρθρο 38 του ιδίου Νόμου, (στο οποίο ρητώς παραπέμπει η άνω διάταξη) μεταξύ άλλων ορίζει,: 1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 17 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος....
…. 3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1846/1951:...”

Στη δε παρ.1 του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει, ορίζεται ότι: “ 1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, υπό  τους εν άρθρω 7 οριζομένους όρους και προϋποθέσεις:
"α) Τα πρόσωπα τα οποία εντός των ορίων της χώρας παρέχουν κατά κύριον επάγγελμα εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής, ως τοιαύτης νοουμένης και της παρεχομένης δια λογαριασμόν Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου αδιαφόρως νομικής φύσεως της σχέσεως (δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου). Η έννοια του κυρίου επαγγέλματος δεν αποκλείει την ασφάλισιν προσώπων με μειωμένην απασχόλησιν εφ`όσον δεν έχουν άλλη κυρίαν πηγήν βιοπορισμού. Επι δυσχερούς διακρίσεως εξηρτημένης ή μη εργασίας ή του κυρίου ή μη επαγγέλματος προσώπου τινος, τούτο θεωρείται ως υπαγόμενον είς την ασφάλισιν....”

Σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη, ερμηνευθείσα από το ΣτΕ, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης κρίνεται, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε περίπτωσης από το εάν αυτός που προσφέρει την εργασία του, ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής του, τελεί, κατά την εκτέλεσή της, υπό την καθοδήγηση και επιτήρηση του εργοδότη, οπότε η εργασία θεωρείται εξαρτημένη, ή εάν, αντιθέτως, διατηρεί ελευθερία ενεργειών, οπότε η εργασία δεν είναι εξαρτημένη. Εξάλλου, εάν, με βάση τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πράγματι δυσχερής η διάκριση μεταξύ εξαρτημένης ή μη εργασίας, εφαρμόζεται το προβλεπόμενο από την ανωτέρω διάταξη μαχητό τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας και της υπαγωγής του προσφέροντος την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Προς ανατροπή δε του τεκμηρίου αυτού πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά, κατά τρόπο βέβαιο και σαφή, ότι η εργασία προσφέρεται υπό καθεστώς ελεύθερων ενεργειών αυτού που την παρέχει, κατά τη σχετική πλήρως αιτιολογημένη κρίση της διοίκησης και τελικώς του διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2346/2015, 1097/2012, 1232/2010, 1978/2008 7μ, 1391/2007, 1481/2006, 4740/1997, 3466, 1621/1992, 3558/1990 κ.α.).
Αντιστοίχως ο Άρειος Πάγος παγίως έχει κρίνει πως, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. Α.Π. 28/2005,Α.Π.171/2016.Α.Π. 940/2011, Α.Π. 666/2009).

Τέλος με το άρθρο 1 του Ν.3846/2010 αντικαταστάθηκε η παρ.1 του άρθρου 1 του Ν.2639/1998 ως εξής:”1. Η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν),Τηλεργασίας, κατ` οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες.»

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι ο Νομοθέτης έχει επιχειρήσει αποσπασματικά να αντιμετωπίσει το ανωτέρω πρόβλημα και μάλιστα με λύσεις όχι ομοιόμορφες και ισότιμες, αλλά σε πολλά αντικρουόμενες.

ΙΙΙ. Κριτική της εγκυκλίου
Την ανασφάλεια δικαίου που έχει δημιουργηθεί για το ως άνω κοινωνικό και εργασιακό πρόβλημα, ήρθε να επιτείνει η εγκύκλιος με αριθμό Φ80000/οικ.2460/106/20.1.2017 του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η ως άνω εγκύκλιος κινείται εκτός των ορίων των ανωτέρω διατάξεων, αλλά κυρίως έρχεται, ως μη όφειλε, να λειτουργήσει κανονιστικά να ρυθμίσει δηλαδή τα κενά και τις ασάφειες της διάταξης και μάλιστα κόντρα στις ρυθμίσεις του ίδιου του Ν.4387/2016 και των λοιπών ανωτέρω διατάξεων.
Ξεκινώντας από τη διατύπωση της παρ.9 του άρθρου 39 του Ν.4387 διαπιστώνουμε πως μοναδικό κριτήριο που τίθεται είναι η απασχόληση σε ένα ή/και δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η ως άνω ρύθμιση είναι εξ ορισμού ατελής και ατυχής. Για παράδειγμα θεωρεί μισθωτό έναν αρχιτέκτονα που κατά το κρινόμενο έτος ανέλαβε και αφιέρωσε το σύνολο του επαγγελματικού χρόνου απασχολούμενος για την εκτέλεση δύο μελετών (μία κατοικία σε ένα νησί και ένα κτίριο γραφείων σε μεγάλη πόλη) από δύο διαφορετικούς πελάτες. Στην προκείμενη περίπτωση σαφώς πρόκειται περί δύο ξεχωριστών συμβάσεων έργου. Ενώ για παράδειγμα θεωρεί ελεύθερο επαγγελματία ένα δικηγόρο που εργάζεται ως έμμισθος (αλλά αμείβεται με τ.π.υ.) σε δικηγορική εταιρεία, πλην όμως είχε το τρέχον έτος και μερικές δικές του υποθέσεις για τις οποίες έκοψε τ.π.υ. Στην προκείμενη περίπτωση σαφώς πρόκειται περί εμμίσθου εντολής με πάγια αντιμισθία, για την οποία όμως κατά τη γραμματική ερμηνεία της άνω διατάξεως καταβάλλονται εισφορές ανεξάρτητα απασχολούμενου.


Α. Νομικό και Ηθικό Ατόπημα
Τα σφάλματα της εγκυκλίου ξεκινούν από την παρ.4 αυτής, όπου αναφέρεται:
“Προκειμένου να διασφαλιστεί τόσο η εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών, όσο και η ενημέρωση των υπόχρεων καταβολής, ο ασφαλισμένος που αιτείται την υπαγωγή του στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39 οφείλει να αναγράφει στο ΔΠΥ που εκδίδει στον αντισυμβαλλόμενό του, ότι υπάγεται στην εν λόγω ρύθμιση. Αντίστοιχα, και μέχρι το τέλος εκάστου ημερολογιακού μήνα, ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να υποβάλει για τον ασφαλισμένο που υπάγεται στην ανωτέρω ρύθμιση ΑΠΔ, προβαίνοντας σε κατανομή της συμφωνηθείσας αμοιβής ανά μήνα, με βάση τη διάρκεια της σύμβασης. Με την υποβολή της ΑΠΔ αυτής ενεργοποιείται αυτομάτως η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με τα παραπάνω.”
Κατ'αρχήν μια μικρή παρατήρηση στο συντάκτη της εγκυκλίου: "ο ασφαλισμένος δεν αιτείται την υπαγωγή του στη διάταξη, η ίδια η διάταξη τoν υπαγάγει με όλες τις έννομες συνέπειες έναντι και των δύο μερών. 
Με την ως άνω ρύθμιση μετακυλίεται το βάρος της ενεργοποίησης και εφαρμογής της διάταξης στο ασθενέστερο μέρος, δηλαδή στον εργαζόμενο, με αντιστροφή του βάρους απόδειξης, κατά ρητή παράβαση του άρθρου 38 του ιδίου Ν.4387/2016, το οποίο ρητώς παραπέμπει στο καθιερούμενο υπέρ της εξηρτημένης εργασίας τεκμήριο του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.1846/1951. 

Β. Νομικό και Ηθικό Ατόπημα
Στην ίδια ανωτέρω παράγραφο 4 της εγκυκλίου προβλέπεται:
“Στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποβάλει ΑΠΔ, προκειμένου ο παρέχων σε αυτόν υπηρεσίες ασφαλισμένος να υπαχθεί στην οικεία ρύθμιση, ο εν λόγω ασφαλισμένος οφείλει να υποβάλει στον ΕΦΚΑ υπεύθυνη δήλωση περί πλήρωσης των νόμιμων προϋποθέσεων, όπως αυτές περιγράφονται ως άνω, δηλώνοντας ταυτόχρονα το ΑΦΜ του/των αντισυμβαλλομένου/ων του και προσκομίζοντας τυχόν άλλα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν το περιεχόμενο της υπεύθυνης δήλωσής του. Στη συνέχεια, ενημερώνεται/ονται ο/οι αντισυμβαλλόμενος/οι αυτού περί της υποχρέωσης υποβολής ΑΠΔ και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, για το χρονικό διάστημα από την υποβολή της δήλωσης και εντεύθεν. Εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος αμφισβητεί το περιεχόμενο της δήλωσης του ασφαλισμένου, υποβάλλει αντιρρήσεις ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του ΕΦΚΑ, ενώ μέχρι την επίλυση της σχετικής διαφοράς από τα όργανα αυτά, για τον ασφαλισμένο υπολογίζονται εισφορές σύμφωνα με το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
Με την άνω ρύθμιση, η οποία εισάγει κανονιστικά χωρίς κανένα Νομικό έρεισμα, ολόκληρη διοικητική διαδικασία επίλυσης αμφισβητήσεων, πρώτον εξαναγκάζεται για μια ακόμη φορά το ασθενέστερο μέρος να είναι εκείνο που θα πρέπει να καταφύγει για να αποδείξει το δίκιο του, ενώ αντιστρέφει για μια ακόμη φορά, το προμνησθέν τεκμήριο υπέρ της μισθωτής εργασίας.


Γ. Νομικό και Ηθικό Ατόπημα
Στην παράγραφο 6 της εγκυκλίου αναφέρεται:
“Επισημαίνεται ότι για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών, εφαρμόζεται η περ. στ’ της παρ. 3 του άρθρου 38 (εγκύκλιος Υπουργείου, ΑΔΑ:7Χ78465Θ1Ω-1Λ3).
Με την ως άνω ρύθμιση η οποία είναι όλως αυθαίρετη και δεν στηρίζεται σε καμία διάταξη, φαίνεται πως εξαιρούνται οι έμμισθοι δικηγόροι από την εφαρμογή της ρύθμισης της παρ.9 του άρθρου 39. Δηλαδή έμμισθος δικηγόρος, ο οποίος παράλληλα με την έμμισθη εντολή προσφέρει υπό καθεστώς εμμίσθου εντολής και σε δεύτερο εντολέα τις υπηρεσίες του αμειβόμενος με τ.π.υ. (κάτι που δεν απαγορεύεται πλέον από τον Κ.Δ.) αντιμετωπίζεται για τη δεύτερη αυτή σχέση ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Σημειώνεται, πως όπως προκύπτει από την εγκύκλιο, η αυτή αντιμετώπιση επιφυλάσσεται για όλους τους εργαζόμενους που είναι μισθωτοί, αλλά παρέχουν υπηρεσίες με τ.π.υ. σε άλλον εργοδότη.

Δ. Νομικό και Ηθικό Ατόπημα
Στην ίδια ως άνω παράγραφο 6 αναφέρεται:
“Στην κοινοποιούμενη διάταξη δεν υπάγονται οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών, οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτοί).”
Με μια απλή φράση και χωρίς καμία νομική τεκμηρίωση απαλλάσσονται από τις εισφορές οι δικηγορικές εταιρείες από τις εισφορές για τους απασχολούμενους σε αυτές έμμισθους συνεργάτες. Αντίθετα δεν προκύπτει ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει για τους δικηγόρους που απασχολούν εμμίσθους συνεργάτες, παρόλο που το άρθρο 48 του Κ.Δ. ρυθμίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την παροχή υπηρεσιών προς δικηγόρους και Δικηγορικές Εταιρίες. Οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας καταστρατηγούνται με την εισαγωγή δύο μέτρων και δύο σταθμών. Δυστυχώς όσο και ψάξει κανείς να βρει κάποια νομική ή ηθική δικαιολογία για την ως άνω όλως αντίθετη στο Νόμο ρύθμιση, λυπάμαι αλλά δεν θα βρει.

Συμπέρασμα: Οι συνεργασίες αντί να ρυθμιστούν κατά τρόπο δίκαιο για όλα τα μέρη, με σαφείς υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα, μετατρέπονται σε αρένα, όπου ο μεν ασθενέστερος θα πρέπει να μετατραπεί σε καταδότη του εργοδότη του, ο δε εργοδότης θα είναι υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας της τυχόν καταγγελίας εκ μέρους του συνεργάτη του. Ο ΕΦΚΑ φαίνεται πως από αρωγός στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασθενέστερων ασφαλισμένων του, καθίσταται προστάτης των ισχυρών που καταστρατηγούν κατά τεκμήριο τις διατάξεις της Εργατικής και Ασφαλιστικής Νομοθεσίας. To Yπουργείο με την υπό κρίση εγκύκλιο του, στην ουσία κατήργησε την ως άνω ρύθμιση της παρ.9 του άρθρου 39 του Ν.4387/2016, αφού ουδείς εργαζόμενος και μάλιστα υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν θα τολμήσει να αναγράψει, χωρίς τη συναίνεση του εργοδότη, όσα η εγκύκλιος αναφέρει στο τ.π.υ. του.
Μόνη λύση, κατά την άποψή μας, είναι η ρητή και κατηγορηματική θέσπιση κριτηρίων για την υπαγωγή στην ασφάλιση αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων. Τα κριτήρια είναι εύκολο να αναζητηθούν στην πλούσια προαναφερθείσα Νομολογία η δε υποχρέωση ασφάλισης και η αντίστοιχη επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση αθέτησης, είναι σαφές πως πρέπει να βαρύνουν το ισχυρότερο μέρος.

Σχόλια

  1. Εκλεκτέ συνάδελφε είναι τόσο ΑΥΤΟΝΟΗΤΑ τα γραφόμενα σας και τόσο ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ το καθεστώς που υπάρχει στις στρατιές των "με τπυ" συναδέλφων-ΔΟΥΛΩΝ. Σωρεία δικηγόρων με 2 μεταπτυχιακά εργάζονται 12 ώρες τη μέρα και ευχαριστούν τη μοίρα που "έχουμε και τη δουλειά μας". Και μπορεί και να κόψουν και 10 παραστάσεις για ευκαιριακούς πελάτες (αν τους επιτρέψει ο εντολέας-αφέντης-εκμεταλλευτής). ΤΙΜΗ σας που το θίγετε αν και είστε επισήμως έμμισθος. ΒΟΗΘΗΣΤΕ στο θέμα των εισφορών ΟΛΩΝ όσων έχουν πάγια σχέση (μην ξεχνάμε ότι ευλόγως θα ενίσχυε και τα ασφ ταμεία, μιλάμε για τράπεζες, ασφαλιστικές και το χειρότερο μεγαλο"συναδέλφους"). ΒΟΗΘΗΣΤΕ γιατί είστε από τους λίγους που μπορούν και δυστυχώς από τους πολύ λιγότερους που το θέλουν...

    Με τη μέγιστη συναδελφική εκτίμηση και με ειλικρινή θλίψη επειδή είναι αυτονόητο το γιατί σας γράφω ανωνύμως

    ΑΝΩΝΥΜΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έτσι όπως τα λέτε είναι. Τα έστειλα στο ΔΣΑ και δεν είδα αντίδραση. Τα έστειλα στο Υπουργείο και αναμένω, δεν τρέφω ιδιαίτερες ελπίδες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κύριε Κουτσόλαμπρε καλημέρα και ευχαριστούμε πολύ για την ενημέρωση.
    Έχω ερώτηση, αν θέλετε και μπορείτε δώστε μου τα φώτα σας.

    Δικηγόρος εργάζεται παρέχοντας τις υπηρεσίες του αποκλειστικά με αλλεπάλληλες 4μηνες, 6μηνες κλπ συμβάσεις σε ΑΕ. Δεν έχει κανένα άλλο πελάτη και φυσικά και το 2016 είχε εισόδημα μόνο από τις συμβάσεις αυτές με την ΑΕ η τελευταία των οποίων λήγει 28-02-2017, εν ολίγοις τυπικό μπλοκάκι του αρ. 39 παρ. 9. Με τη λήξη αυτής της τελευταίας σύμβασης και από 01-03-2017 του γίνεται πρόταση να συνεχίσει πλέον με σύμβαση έμμισθης εντολής στην ίδια ΑΕ. Από 01-03-2017 οι ασφαλιστικές του εισφορές θα υπολογίζονται και θα παρακρατούνται προφανώς στο πλαίσιο της έμμισθης εντολής. Σε σχέση όμως με το μπλοκάκι του , το οποίο θα παραμένει ανοιχτό και μετά την 01-03-2017 χωρίς εισόδημα, κινδυνεύει να του υπολογιστούν ασφαλιστικές εισφορές για το εισόδημα του 2016 το οποίο φυσικά ήταν καθ’ολοκληρία εισόδημα από «μπλοκάκι» του αρ. 39 παρ. 9 του νόμου ;
    Αν ο ανωτέρω δικηγόρος, στον οποίο γίνεται πρόταση από 01-03-2017 να ξεκινήσει μια σύμβαση έμμισθης εντολής με την ΑΕ, είχε το ίδιο εισόδημα κατά το 2016 όχι όμως ως μπλοκάκι αλλά αποκλειστικά ως ΕΕ με πολλούς πελάτες τι θα συμβεί με τις ασφαλιστικές του εισφορές από 01-03-2017 που θα ξεκινήσει η σύμβαση έμμισθης εντολής του ;

    Εν ολίγοις διαφοροποιούνται ασφαλιστικά οι δύο ανωτέρω περιπτώσεις δικηγόρων που ξεκινάνε μεν και οι 2 τη σύμβαση έμμισθης εντολής τους την 01-03-2017 αλλά είχαν διαφορετική πηγή εισοδήματος για το 2016, ήτοι μπλοκάκι vs ΕΕ) ;

    Ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δυστυχώς η εγκύκλιος για τα μπλοκάκια ήλθε για να περπλέξει τα πράγματα. Δεν γνωρίζω τι θα γίνει με το εισόδημα του 2016 και πως θα αντιμετωπίσει τον απασχολούμενο με μπλοκάκι. Κατά τα λοιπά για το ελεύθερο επάγγελμα, εφόσον ο έμμισθος το συνεχίζει θα πληρώσει με βάση τα εισοδήματα του 2016 χωρίς πλαφόν, όπως έχουμε εξηγήσει σε άλλες αναρτήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πίστωση τραπεζικών λογαριασμών με τις επιστροφές εισφορών τ.ΕΤΕΑΕΠ

Ανακοίνωση - Διαμαρτυρία Ένωσης Εμμίσθων Δικηγόρων για την εξαίρεση των εμμίσθων του δημοσίου από τις μισθολογικές προαγωγές

Σε λειτουργία η υπηρεσία επιστροφής εισφορών 2019-2020 σε έμμισθους δικηγόρους, μισθωτούς μηχανικούς και υγειονομικούς